AP.5.56




ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟY


Ἐκμαίνει χείλη με ῥοδόχροα, ποικιλόμυθα, 

  ψυχοτακῆ, στόματος νεκταρέου πρόθυρα,

καὶ γλῆναι λασίαισιν ὑπ’ ὀφρύσιν ἀστράπτουσαι,

  σπλάγχνων ἡμετέρων δίκτυα καὶ παγίδες,

καὶ μαζοὶ γλαγόεντες, ἐύζυγες, ἱμερόεντες, 

  εὐφυέες, πάσης τερπνότεροι κάλυκος.

ἀλλὰ τί μηνύω κυσὶν ὀστέα; μάρτυρές εἰσι

  τῆς ἀθυροστομίης οἱ Μίδεω κάλαμοι.


ἐκμαίνω & gek maken 

ποικιλός & gevarieerd, kunstig 

μυθος & gesproken woord 

ψῡχοτᾰκής & de ziel smeltend 

γλήνη & oog(bol) 

ἀστράπτω & bliksemen, stralen 

λάσῐος & harig 

ὀφρῦς & wenkbrauw 

δίκτῠον & (jacht)net 

πᾰγίς & (jacht)val 

σπλάγχνον & ingewanden 

μαζός & μαστός 

γλᾰγόεις & melk-wit 

ζῠγόν & juk 

ἱμερος & verlangen 

τερπνός & zalig, verkwikkend 

κάλυξ & bloemkelk, bloemknop 

μηνύω & onthullen, bekend maken 

κυσὶν & κύων: dat pl

κάλᾰμος & riet 

ἀθῠροστομία & onbeschaamd spreken