ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟY
Ἐκμαίνει χείλη με ῥοδόχροα, ποικιλόμυθα,
ψυχοτακῆ, στόματος νεκταρέου πρόθυρα,
καὶ γλῆναι λασίαισιν ὑπ’ ὀφρύσιν ἀστράπτουσαι,
σπλάγχνων ἡμετέρων δίκτυα καὶ παγίδες,
καὶ μαζοὶ γλαγόεντες, ἐύζυγες, ἱμερόεντες,
εὐφυέες, πάσης τερπνότεροι κάλυκος.
ἀλλὰ τί μηνύω κυσὶν ὀστέα; μάρτυρές εἰσι
τῆς ἀθυροστομίης οἱ Μίδεω κάλαμοι.
ἐκμαίνω & gek maken
ποικιλός & gevarieerd, kunstig
μυθος & gesproken woord
ψῡχοτᾰκής & de ziel smeltend
γλήνη & oog(bol)
ἀστράπτω & bliksemen, stralen
λάσῐος & harig
ὀφρῦς & wenkbrauw
δίκτῠον & (jacht)net
πᾰγίς & (jacht)val
σπλάγχνον & ingewanden
μαζός & μαστός
γλᾰγόεις & melk-wit
ζῠγόν & juk
ἱμερος & verlangen
τερπνός & zalig, verkwikkend
κάλυξ & bloemkelk, bloemknop
μηνύω & onthullen, bekend maken
κυσὶν & κύων: dat pl
κάλᾰμος & riet
ἀθῠροστομία & onbeschaamd spreken