ΡΟΥΦΙΝΟΥ
Νῦν μοι ‘Χαῖρε’ λέγεις, ὅτε σου τὸ πρόσωπον ἀπῆλθεν
κεῖνο τὸ τῆς λύγδου, βάσκανε, λειότερον·
νῦν μοι προσπαίζεις, ὅτε τὰς τρίχας ἠφάνικάς σου
τὰς ἐπὶ τοῖς σοβαροῖς αὐχέσι πλαζομένας.
μηκέτι μοι, μετέωρε, προσέρχεο μηδὲ συνάντα·
ἀντὶ ῥόδου γὰρ ἐγὼ τὴν βάτον οὐ δέχομαι.
λύγδος (ἡ) & wit marmer
βάσκανος & tovenaar
λειος & glad
προσπαίζω & uitlachen, toelachen
θρίξ, τριχος (ἡ) & haar
ἀφάνιζω & doen verdwijnen
σοβαρος & snel: heftig, trots, statig
αὐχην & nek
πλαζω & terug/weg-slaan
μετέωρος & hoog opgetild
προσέρχομαι & komen
συνάνταω & ontmoeten, in contact komen
βάτος (ἡ) & braam
δέχομαι & ontvangen, accepteren