ΦΙΛΟΔΗΜΟΥ
Ἑξήκοντα τελεῖ Χαριτὼ λυκαβαντίδας ὥρας,
ἀλλ’ ἔτι κυανέων σύρμα μένει πλοκάμων,
κἀν στέρνοις ἔτι κεῖνα τὰ λύγδινα κώνια μαστῶν
ἕστηκεν, μίτρης γυμνὰ περιδρομάδος,
καὶ χρὼς ἀρρυτίδωτος ἔτ’ ἀμβροσίην, ἔτι πειθὼ
πᾶσαν, ἔτι στάζει μυριάδας χαρίτων.
ἀλλὰ πόθους ὀργῶντας ὅσοι μὴ φεύγετ’, ἐρασταί,
δεῦρ’ ἴτε, τῆς ἐτέων ληθόμενοι δεκάδος.
λυκαβας & <lichtgang>, jaar, maand, etmaal
κυανέω & donker van kleur zijn
σύρμα & sleep spoor
πλοκάμων & lokken, vlechten
το στέρνον & borst
λύγδινος & marmer-wit
μίτρα & gordel
περιδρομος & rondlopend, omgevend
χρὼς & huid: lichaam, huidskleur
ἀρρυτίδωτος & ongerimpeld
ἀμβροσίος & onstervelijk, goddelijk
πειθω & overreden
πειθος & overtuigend
στάζω & druppelen
πόθος & innig verlangen, gemis
πόθος & liefde, verliefdheid
ὀργαω & rijp worden, klaar zijn
ὅσος & zoveel, zo groot
ληθω & λανθανω
λανθανω & verbergen
λανθανομαι & vergeten